- δυσχορήγητος
- δυσχορήγητος, ον,A difficult to stage, Plu.2.712e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσχορήγητος — δυσχορήγητος, ον (Α) (για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός … Dictionary of Greek
δυσχορήγητον — δυσχορήγητος difficult to stage masc/fem acc sg δυσχορήγητος difficult to stage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)